ξάκρισμα

ξάκρισμα
το [ξακρίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξακρίζω, ιδίως το κόψιμο τών άκρων ενός αντικειμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξάκρισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξακρίζω: Το βιβλίο θέλει ξάκρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”